ἀμετάστρεπτος

ἀμετάστρεπτος
ἀμετά-στρεπτος, ον,
A not to be diverted, Max.Tyr.11.5, cf. POxy. 705.62. Adv. [suff] ἀμετα-στρεπτί [ι-] or -εί without turning round, straight forward,

φεύγειν X.Smp.4.50

, Pl.Lg.854c, cf. R.620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 (v.l. -τρεπτί), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμετάστρεπτος — η, ο (Α ἀμετάστρεπτος, ον) αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω νεοελλ. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος αρχ. αδιάφορος, απρόσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεταστρέφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί] …   Dictionary of Greek

  • ἀμεταστρέπτως — ἀμετάστρεπτος not to be diverted adverbial ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάστρεπτον — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem acc sg ἀμετάστρεπτος not to be diverted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταστρέπτοις — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταστρέπτους — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμετάστρεπτοι — ἀμετάστρεπτος not to be diverted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεταστρεπτί — ἀμεταστρεπτὶ και τεί επίρρ. (Α) [ἀμετάστρεπτος] δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”